λιοπερίβολο
Смотреть что такое "λιοπερίβολο" в других словарях:
(ε)λιοπερίβολο — το περιβόλι από ελιές, ελαιώνας, λιοστάσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιώνας — ο τόπος κατάφυτος από ελιές, ελαιοφυτεία, λιοστάσι, λιοπερίβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)